- αμφιάνακτες
- ἀμφιάνακτες, οι (Α)σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ-* + ἄναξ, ἄνακτος.ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιανακτίζω — ἀμφιανακτίζω (Α) [ἀμφιάνακτες] ψάλλω διθυραμβικούς ύμνους, όπως οι αμφιάνακτες … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek